ομιλητος

ομιλητος
    ὁμιλητός
    ὁμῑλητός
    3
    общительный, доступный
    

οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. — невыносимое высокомерие


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομιλητος" в других словарях:

  • ὁμιλητός — ὁμῑλητός , ὁμιλητός with whom one may converse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευομίλητος — εὐομίλητος, ον (Α) επιγρ. ευπροσήγορος, φιλόφρων, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομιλητος (< ομιλώ), πρβλ. γλυκ ομίλητος, ολιγ ομίλητος] …   Dictionary of Greek

  • θεομίλητος — θεομίλητος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από θεία έμπνευση, ο θεόπνευστος («θεομίλητα βιβλία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ομίλητος (< ομιλώ), πρβλ. αν ομίλητος, ευ ομίλητος] …   Dictionary of Greek

  • ὁμιλητά — ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητής disciple masc nom/voc/acc dual ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc voc sg ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc nom sg (epic) ὁμῑλητά , ὁμιλητός with whom one may converse neut nom/voc/acc pl ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητός with whom one may …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητῶν — ὁμῑλητῶν , ὁμιλητής disciple masc gen pl ὁμῑλητῶν , ὁμιλητός with whom one may converse fem gen pl ὁμῑλητῶν , ὁμιλητός with whom one may converse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητόν — ὁμῑλητόν , ὁμιλητός with whom one may converse masc acc sg ὁμῑλητόν , ὁμιλητός with whom one may converse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυομίλητος — ον, Μ αυτός που έχει συναναστραφεί πολύ με γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ομίλητος (< ὁμιλῶ «συνουσιάζομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμιληταῖς — ὁμῑληταῖς , ὁμιλητής disciple masc dat pl ὁμῑληταῖς , ὁμιλητός with whom one may converse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιληταί — ὁμῑληταί , ὁμιλητής disciple masc nom/voc pl ὁμῑληταί , ὁμιλητός with whom one may converse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητοῦ — ὁμῑλητοῦ , ὁμιλητής disciple masc gen sg ὁμῑλητοῦ , ὁμιλητός with whom one may converse masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητᾶν — ὁμῑλητᾶν , ὁμιλητής disciple masc gen pl (doric aeolic) ὁμῑλητᾶν , ὁμιλητός with whom one may converse masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»